- μπογάτσα
- η см. μπο(υ)γάτσα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπογάτσα — η βλ. μπουγάτσα … Dictionary of Greek
μπουγάτσα — και μπογάτσα, η είδος εδέσματος τού ταψιού με ανατολίτικη προέλευση, που παρασκευάζεται από φύλλα ζύμης και γέμιση από κρέμα γάλακτος ή τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. μσν. πογάτσα < τουρκ. bogăca < ιταλ. focaccia «γλύκισμα»] … Dictionary of Greek
bogaci — bogáci ( ce), s.n. – Biscuit, pesmet. – var. bogace, pogace, (Bucov.) pohace. Mr. bugace, megl. pugace, istr. pogace. Este cuvînt intrat probabil în rom. pe căi diferite, din it. focaccia. cf., pe de o parte, tc. boǵaça, ngr. μπογάτσα, şi pe de… … Dicționar Român